-
1 εὐκταῖος
1 of or for prayer, votive,Ἄιδου.. εὐκταίαν χάριν A.Ag. 1387
;τρίτην Διὸς σωτῆρος εὐκταίαν λίβα Id.Fr.55
; ; ; εὐ. [νύμφα] devoted, E.IT 213 (lyr.); πανηγύρεις εὐ., Lat. ludi votivi, D.C.58.12: εὐκταῖα, τά, votive offerings, vows, prayers, A.Supp. 631 (lyr.), S.Tr. 239.2 epith. of gods, invoked in or by special prayer, πατρὸς εὐκταίαν Ἐρινύν, πατρόθεν εὐκταία φάτις, of the curse invoked by Oedipus, A.Th. 723, 841 (both lyr.);Θέμις εὐκταία E.Med. 169
(anap.); .3 generally, prayed for, desired, ἠώς, λιμένες, AP6.242 (Crin.), 9.41 ([place name] Theon);γάμος γὰρ.. εὐκταῖον κακόν Men.Mon. 102
, cf. Epicur.Sent.Vat.35; desirable, f.l. for εὐκτέον in Pl.Lg. 687e: [comp] Sup., τήβεννος (of the latus clavus), AJA18.323 (Sardes, i B.C.);ἴασις Gal. 7.738
, cf. Luc.Tyr.17. Adv. - αίως, ἔχειν Sch.Pi.P.5.159;δέχεσθαί τινα J.BJ7.2.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκταῖος
-
2 ευκταιος
31) желательный, желанный, вожделенный(τὸ καθόλου ἀγαθόν Plut.; ἠώς, λιμήν Anth.; οὐ τοῦτο εὐκταῖον Plat.)
2) культ. торжественно провозглашенный (по обету), сопровождаемый обетами(εὐχαί Arph.)
εὐκταία χάρις Aesch. — исполнение заветного желания;πατρόθεν εὐκταία φάτις Aesch. — отцовское проклятие3) призываемый в молитвах(θεός, Θέμις Eur.)
См. также в других словарях:
ευκταίος — α, ο (ΑΜ εὐκταῑος, α, ον) 1. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος και επιθυμεί να γίνει, ο επιθυμητός, ο ποθητός (α. «ευκταία η συνεργασία τών κομμάτων» β. «γάμος γάρ... εὐκταῑον κακόν», Μέν.) 2. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος να αποκτήσει («Ἅιδου … Dictionary of Greek